οιωνο-

οιωνο-
    οἰωνο-
    в сложн. словах = οἰωνός См. οιωνος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "οιωνο-" в других словарях:

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • κληδονίζω — (AM κληδονίζω) [κληδών] νεοελλ. βγάζω τον κλήδονα, μαντεύω από τον κλήδονα αρχ. 1. παρέχω μαντικό σημείο, οιωνό 2. μέσ. κληδονίζομαι είμαι μάντης, παρακολουθώ τους οιωνούς και μαντεύω από αυτούς, μαντεύω από κάποιο μαντικό σημείο 3. παθ. δέχομαι… …   Dictionary of Greek

  • -σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… …   Dictionary of Greek

  • Γάλλος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 430 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από το Ρέθυμνο, σε μια περιοχή κατάφυτη από βελανιδιές. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ρεθύμνης. II Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1.… …   Dictionary of Greek

  • αισιούμαι — αἰσιοῡμαι ( όομαι) (Α) [αἴσιος] θεωρώ κάτι ως αίσιο οιωνό, θεωρώ τυχερό …   Dictionary of Greek

  • αφοσιώνω — (AM ἀφοσιῶ, όω, Α και ἀποσιῶ, ιων. τ.) αφιερώνω, διαθέτω εξ ολοκλήρου νεοελλ. ( ώνομαι) 1. προσφέρω τον εαυτό μου εξολοκλήρου σε κάποιον 2. απασχολούμαι ή επιδίδομαι σε κάτι με πολύ ζήλο 3. (η μτχ.) αφοσιωμένος, η, ο ένθερμος φίλος, πιστός οπαδός …   Dictionary of Greek

  • γάλλος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 430 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από το Ρέθυμνο, σε μια περιοχή κατάφυτη από βελανιδιές. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ρεθύμνης. II Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1.… …   Dictionary of Greek

  • εξαίσιος — α, ο (AM ἐξαίσιος, ον και ἐξαίσιος, α, ον) [αίσιος] 1. έξοχος, θαυμάσιος («εξαίσιο ταξίδι») 2. (επίρρ. εξαίσια και εξαισίως πάρα πολύ, πολύ ωραία, υπέροχα νεοελλ. γοητευτικός («εξαίσιο παρουσιαστικό») αρχ. μσν. εκπληκτικός, ασυνήθιστος αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • εξοιωνίζομαι — ἐξοιωνίζομαι (Α) 1. αποφεύγω κάτι ως κακό οιωνό, αποστρέφομαι 2. αποφεύγω να κάνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οιωνίζομαι (< οιωνός)] …   Dictionary of Greek

  • επίμομφος — ἐπίμομφος, ον (Α) [επιμέμφομαι] 1. αυτός που έχει την τάση να κατηγορεί 2. (για οιωνό) απαίσιος …   Dictionary of Greek

  • επεξοιωνίζομαι — ἐπεξοιωνίζομαι (Α) οιωνοσκοπώ και πάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εξοιωνίζομαι (< οιωνός) «αποφεύγω ως κακό οιωνό»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»